Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λογάτε — βλ. λογάω … Dictionary of Greek
λογάω — [λόγος]·1. στοχάζομαι, λογαριάζω, αναλογίζομαι 2. (το β πληθ. προστ. ως διηγηματικό μόριο) λογάτε λοιπόν, μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε … Dictionary of Greek